- λαμπαδιστής
- λαμπαδιστής, ὁ (AM) [λαμπαδίζω]μσν.προσωνυμία τού αγίου Ιωάννηαρχ.1. αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηδρομία2. φρ. «λαμπαδιστὴς ἀγών» — λαμπαδηφορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπαδιστοῦ — λαμπαδιστής torch bearing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОАНН ЛАМПАДИСТ — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Λαμπαδιστής] († X XI вв.), прп. (пам. кипр. 4 окт.). Первоначальное Житие И. Л., составленное в визант. период, не сохранилось (нек рое представление о нем дают иконы святого с житийными сценами в клеймах). Различные версии… … Православная энциклопедия
λαμπαδιστάς — λαμπαδιστά̱ς , λαμπαδιστής torch bearing masc acc pl λαμπαδιστά̱ς , λαμπαδιστής torch bearing masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδίτης — ο (Α λαμπαδίτης) νεοελλ. 1. (ορυκτ.) σπάνιο ορυκτό που αποτελείται κυρίως από ένυδρο οξείδιο τού μαγγανίου, από 18% και πλέον οξείδιο τού χαλκού και από μικρή ποσότητα οξειδίου τού κοβαλτίου 2. συν. στον πληθ. οι λαμπαδίτες αυτοί που βαστάζουν σε … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek